- πρόσραμμα
- το, ΝΜΑ [προσράπτω]το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσραμμα — patch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρραμμα — ἔρραμμα, τὸ (Α) [ερράπτω] πρόσραμμα (μπάλωμα) ραμμένο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
προσραφή — η, Ν πρόσραμμα, μπάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσράπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek